- ιμαντάριον
- ἱμαντάριον, τὸ (Α)μικρός ιμάντας, λουράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον, ωάριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱμανταρίων — ἱμαντάριον halyard neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντάρια — ἱμαντάριον halyard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek